ειλεός

ειλεός
ο
1) анат. подвздошная кишка; 2) мед. заворот кишок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ειλεός" в других словарях:

  • εἱλεός — εἰλεός , εἰλεός intestinal obstruction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεός — intestinal obstruction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ειλεός — ο 1. (ανατ.), το κάτω μέρος του λεπτού εντέρου. 2. (ιατρ.), ασθένεια που προκαλείται από απόφραξη του εντέρου εξαιτίας συστροφής του, στρίψιμο εντέρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰλεοῖς — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῖσι — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῖσιν — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοί — εἰλεός intestinal obstruction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῦ — εἰλεός intestinal obstruction masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεούς — εἰλεός intestinal obstruction masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεῶν — εἰλεός intestinal obstruction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»